σκοποῦμαι

σκοποῦμαι
σκοπάω
pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic)
σκοπέω
behold
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκοπώ — άω, Α [σκοπή] σκοπιάζω*. σκοπῶ, έω, ΝΜΑ [σκοπός (Ι)] νεοελλ. (λόγιος τ.), 1. σκοπεύω, προτίθεμαι, έχω σκοπό 2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το σκοπούμενο σκοπός, επιδίωξη μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς ένα αντικείμενο, παρατηρώ κάτι αρχ …   Dictionary of Greek

  • ακτινοσκόπος — ο, η γιατρός που εκτελεί ακτινοσκοπήσεις, ακτινολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίνα + σκόπος < σκοπός, σκοποῦμαι. ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοσκοπώ] …   Dictionary of Greek

  • κυστεοσκοπία — ή κυστεοσκόπηση, η ιατρ. εξέταση τής ουροδόχου κύστεως με κυστεοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoscopie < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + scopie < σκοπία < σκοπος < σκοποῦμαι «εξετάζω»] …   Dictionary of Greek

  • κυστεοσκόπιο — το ιατρ. όργανο με το οποίο εξετάζεται το εσωτερικό τής ουροδόχου κύστεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoscope < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + scope < σκόπιον < σκοποῦμαι «εξετάζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • κωνοσκόπιο — το (κρυσταλλ.) ειδικό πολωτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση τής γωνίας τών οπτικών αξόνων και την παρατήρηση μορφών συμβολής και συγγενών φαινομένων σε κατάλληλα επιλεγμένα κρυσταλλικά επίπεδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • πανταχού — ΝΜΑ επίρρ. σε όλα τα μέρη, παντού (α. «πανταχού παρών» β. «διήρχοντο... θεραπεύοντες πανταχοῡ», ΚΔ) αρχ. 1. προς κάθε κατεύθυνση («σκοποῡμαι δ ὄμμα πανταχοῡ στρέφων», Ευρ.) 2. εξ ολοκλήρου, ολοσχερώς («τὸν δὲ πανταχοῡ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”